Τρίτη 21 Ιουλίου 2015



Βασικά σημεία κριτικής κατά ομόφυλης γονεικότητας και ευρήματα μελετών

Η λανθασμένη αντίληψη του κοινού για τους ομοφυλόφιλους άντρες υποστηρίζει ότι είναι μη αποδεκτά μοντέλα ανδρικού ρόλου για τα παιδιά καθώς, βασισμένη στην στερεοτυπική έλλειψη της παραδοσιακής αρρενωπότητας. Έτσι, έχουν εκφραστεί μια σειρά από διαφωνίες ή σημεία κριτικής ή ανησυχίες κατά της ιδέας της ανατροφής ενός παιδιού από ένα ομοφυλόφιλο γονέα ή από ένα ομόφυλο ζευγάρι. 




Τα παιδιά κινδυνεύουν να κακοποιηθούν.

Μια από τις συχνές ανησυχίες του κοινού ως προς το να αναλάβουν ομόφυλα ζευγάρια, ή ομοφυλόφιλα άτομα την ανατροφή ενός παιδιού είναι ότι τα παιδιά θα κινδυνεύουν να κακοποιηθούν από τους γονείς τους. Θα έλεγε κανείς πως το πιο εύκολο, προς κατάρριψη, επιχείρημα κατά της ομόφυλης γονεϊκότητας είναι αυτό.  Σε έρευνα τους οι Jenny et al (1994) μελέτησαν 269 υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και αναζήτησαν τον αριθμό των εγκληματιών που ήταν ομοφυλόφιλοι. Τα αποτελέσματα ήταν ξεκάθαρα. Στο σύνολο των 269 υποθέσεων σεξουαλικής κακοποίησης μόνο 2 από τους δράστες ήταν ομοφυλόφιλοι.


Οι ομόφυλες σχέσεις δεν είναι σταθερές, με μικρή διάρκεια.

Από τα πιο διαδεδομένα στερεότυπα όσον αφορά τις ομόφυλες σχέσεις είναι η έλλειψη σταθερότητας τους, κάτι που καθιστά το περιβάλλον αυτό ακατάλληλο για την ανατροφή ενός παιδιού.

Οι Peplau και Cochran (1990) μελέτησαν τις σχέσεις ομοφυλοφίλων αντρών και βρήκαν ότι οι ομοφυλόφιλοι άντρες κατάφερναν να δημιουργήσουν ρομαντικές σχέσεις αγάπης με διάρκεια με άτομα του ίδιου φύλου. Συγκεκριμένα, από την έρευνα τους βρήκαν ότι 40% με 60% των ομοφυλόφιλων αντρών βρίσκονταν σε μια σταθερή ρομαντική σχέση (και 45%-80% των λεσβιών). Επειδή, όμως, οι πολλοί συμμετέχοντες ήταν νεαροί ενήλικες, οι οποίοι είναι αναμενόμενο πολλοί από αυτούς να μην έχουν βρει μια τέτοια σχέση ακόμα, είναι πολύ πιθανόν το πραγματικό ποσοστό ομοφυλοφίλων αντρών που βρίσκονταν σε σχέση να υποτιμάται. 

Όσον αφορά την κατηγορία σχετικά με την μικρή διάρκεια των ομόφυλων σχέσεων, οι Blumstein και Schwatrz (1983) σε έρευνα τους σε ζευγάρια που η σχέση τους διαρκούσε πάνω από 10 χρόνια βρήκαν ότι μόνο το 6% των ομόφυλων ζευγαριών γυναικών, το 4% των ομόφυλων ζευγαριών αντρών και το 4% των παντρεμένων ετερόφυλων ζευγαριών χώρισε κατά την διάρκεια των 18 μηνών που διήρκησε η έρευνα τους. Δηλαδή, οι δύο ομάδες δεν παρουσίαζαν καμία ουσιαστική διαφορά ως προς τα ποσοστά χωρισμών, παρόλο που οι δύο ομάδες ομόφυλων ζευγαριών δεν περιλάμβαναν παντρεμένα ζευγάρια. Για ζευγάρια που ήταν μαζί λιγότερο από 2 χρόνια, 22% των ομόφυλων ζευγαριών γυναικών, 16% των ομόφυλων ζευγαριών αντρών, 17% των ετερόφυλων μη παντρεμένων ζευγαριών και το 4% των ετερόφυλων παντρεμένων ζευγαριών χώρισαν στους 18 μήνες που διήρκησε η έρευνα. Δηλαδή, τα ομόφυλα ζευγάρια αντρών παρουσίαζαν με ελάχιστη διαφορά το μικρότερο ποσοστό χωρισμών, μετά τα παντρεμένα ζευγάρια. Η έρευνα, όμως, προχωρώντας πιο βαθιά ανακάλυψε ότι το χαμηλό αυτό ποσοστό χωρισμών συνδεόταν με την δέσμευση του γάμου.


Ποιότητα σχέσεις ομόφυλων γονέων-παιδιών και μέθοδοι ανατροφής των παιδιών.

Άλλο ένα θέμα που τίθεται συχνά ως προς την ομόφυλη γονεϊκότητα είναι το αν μπορούν οι ομόφυλοι γονείς να έχουν καλή σχέση με τα παιδιά τους και αν θα μπορέσουν ναν βρουν κατάλληλες μεθόδους για να τα αναθρέψουν.

Σε έρευνα της η Αμερικανική κοινότητα αναπαραγωγικής ιατρικής (American Society for Reproductive Medicine -ART) το 2007, εξέτασε την ομόφυλη γονεϊκότητα ως προς πέντε παράγοντες, οι οποίοι ήταν η εμπλοκή με τα παιδιά, τα όρια, η ανταπόκριση, η αιτιολογική καθοδήγηση και η οικειότητα. Στην έρευνα συμμετείχαν 33 ομοφυλόφιλοι γονείς καθώς και 33 ετεροφυλόφιλοι γονείς με τους οποίους και έγινε η σύγκριση. Δεν βρέθηκε καμία διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ομάδων στους τομείς της οικειότητας με τα παιδιά καθώς και της πατρικής εμπλοκής(τα ευρήματα των Bigner και Jacobsen συμφωνούν με την έρευνα). Υπήρχαν, όμως, και σημαντικές διαφορές στους άλλους τρεις παράγοντες. Οι ομοφυλόφιλοι γονείς ήταν πολύ πιο συνεπής ως προς το να θέτουν όρια στην συμπεριφορά των παιδιών τους, στο να αιτιολογούν την συμπεριφορά τους και ανταποκρίνονταν περισσότερο στις ανάγκες των παιδιών τους.

Οι Crosbie, Burnett και Helmbrecht (1993), μελέτησαν ομόφυλες οικογένειες και συγκέντρωσαν πληροφορίες από το πρωτότοκο παιδί κάθε οικογένειες. Τα παιδιά ήταν 10 έως 19 ετών, 30 γιοί και 18 κόρες. Δεν συμπεριλήφθηκε ομάδα σύγκρισης στην έρευνα αυτή, καθώς οι ερευνητές θεωρούσαν ότι η σύγκριση με την κυρίαρχη κουλτούρα μπορεί να ενισχύσει ελλείμματα του μοντέλου αυτού οικογένειας και επειδή ο κύριος σκοπός της μελέτης ήταν ναν αναγνωριστεί τι λειτουργεί καλά στην δυναμική της οικογένειας.

Για τους εφήβους η ευτυχία  στην οικογενειακή ζωή εκλαμβανόταν ως καλές σχέσεις με τον βιολογικό πατέρα. Αυξανόταν, μάλιστα, ακόμη περισσότερο η ευτυχία αυτή με καλές σχέσεις και με τον θετό πατέρα.

  
Κοινωνικός στιγματισμός των παιδιών και απομόνωση

Μεγάλη ανησυχία προκαλεί το θέμα του κοινωνικού στιγματισμού των παιδιών λόγω της σεξουαλικότητας των γονέων του.

Ο Wyers (1997) μελέτησε το θέμα του στίγματος από συνομήλικους και άλλους ενήλικες, μέσα από συνεντεύξεις σε χωρισμένους ομοφυλόφιλους γονείς. Η έρευα βρήκε ότι το 74% των γονέων πιστεύουν πως τα παιδιά τους έχουν βιώσει κάποια προβλήματα σε σχέσεις τους λόγω της σεξουαλικότητας των ίδιων.  Στην πραγματικότητα πολλά από τα προβλήματα αυτά αφορούν την ανησυχία των παιδιών σχετικά με την αποκάλυψη της σεξουαλικότητας των γονέων τους ή με την ανησυχία τους ότι λόγω αυτής της αποκάλυψης μπορεί να απομονωθούν από τα άλλα παιδιά. Μόνο 20% των πατέρων αναφέρει ότι τα παιδιά του έχουν βιώσει, πράγματι, προκατάληψη, ρατσισμό ή διάκριση λόγω της πατρικής σεξουαλικότητας.

Αυτό μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει και από μια έρευνα του  Bozzet(1987), στην οποία οι ομοφυλόφιλοι πατέρες ανέφεραν ότι ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί στις περιστάσεις στις οποίες υπήρχε πιθανότητα προκατάληψης, ρατσισμού ή διάκρισης και ότι έπαιρναν μέτρα για να αποφύγουν την αποκάλυψη της σεξουαλικότητας τους, ώστε να προστατέψουν τα παιδιά τους. Απαραίτητο, όμως, να διευκρινιστεί είναι ότι τα  παιδιά πάντα γνώριζαν ξεκάθαρα την σεξουαλικότητα των γονιών τους.

Οι Harris και Turner (1985-86) μελέτησαν 10 ομοφυλόφιλους πατέρες, 13 ομοφυλόφιλες μητέρες, 2 ετερόφυλους μόνους πατέρες και 14 ετερόφυλες μόνες μητέρες. Συνολικά, οι συμμετέχοντες είχαν 39 παιδιά ηλικίας 5 έως 31 χρονών. Οι πλειοψηφία των ομοφυλόφιλων γονέων δεν αισθάνονταν ότι η ομοφυλοφιλία τους είχε δημιουργήσει κοινωνικά προβλήματα στα παιδιά τους. Πολύ γονείς μάλιστα, αναφέρθηκαν και στα πλεονεκτήματα για τα παιδιά τους, από το γεγονός ότι ήταν ομοφυλόφιλοι, όπως είναι η διευκόλυνση της αποδοχής της δικής τους σεξουαλικότητας, η αύξηση της ανοχής και ενσυναίσθησης για τους άλλους  και η αυξημένη έκθεση σε νέες προοπτικές αντίληψης των πραγμάτων.

Μερικοί ερευνητές έχουν θέση ερωτήματα σχετικά με τον πιθανό ρόλο της υποστήριξης από συνομηλίκους, στο να βοηθήσουν το παιδί να αντιμετωπίσει θέματα που προκύπτουν από το να έχουν ένα ομοφυλόφιλο γονέα. Ο Levis (1980) ο πρώτος που πρότεινε, ότι η απόκρυψη από  τους συνομηλίκους και τα αδέρφια της σεξουαλικότητας των γονέων, μπορεί να προσθέσει στα παιδιά αισθήματα απομόνωσης από τα άλλα παιδιά.

Ο Paul (1986) σε έρευνα του σε νέα ενήλικα παιδιά ομοφυλόφιλων γονέων, ανακάλυψε ότι το 29% των παιδιών αυτών  δεν είχαν γνωρίσει ποτέ κανένα άλλο παιδί με ομοφυλόφιλο ή αμφιφυλόφιλο γονέα, υποστηρίζοντας ότι η πιθανότητα απομόνωσης είναι πολύ πραγματική για μερικά παιδιά.  Βέβαια, η πιθανότητα αυτής της αρνητικής επίδρασης δεν έχει καταγραφεί επίσημα μέχρι σήμερα. Γι αυτό και ο Lewis (1980) υποστήριξε ότι τα παιδιά θα ωφεληθούν από ομάδες υποστήριξης που θα αποτελούνται από άλλα παιδιά ομοφυλόφιλων και αμφιφυλόφιλων γονέων. Βέβαια, ούτε συστηματικές αξιολογήσεις τέτοιων ομάδων έχουν αναφερθεί.

Τέλος, υπάρχοντα δεδομένα, επίσης υποστηρίζουν την αξία ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος, στο οποίο ο σεξουαλικός προσανατολισμός των γονέων θα γίνεται δεκτός από άλλους σημαντικούς ενηλίκους.

Σεξουαλικός προσανατολισμός των παιδιών ομοφυλοφίλων γονέων και έρευνες.

Μια ακόμη διαφωνία του κοινού για την ανατροφή παιδιών από ομοφυλόφιλους γονείς είναι ότι αυτά, ίσως, αναμένεται να γίνουν ομοφυλόφιλα, επειδή λαμβάνουν περιβαλλοντικά ερεθίσματα αλλά και γενετικής κληρονομιάς από τους πατέρες τους(Baley, Bobrow, Wolfe & Mikach, 1995).

Συγκεκριμένα, όσον αφορά , τους περιβαλλοντικούς τρόπους μετάδοσης η πιο προφανής δυνατότητα είναι ότι τα παιδιά μπορούν να αποκτήσουν την σεξουαλική τους κατεύθυνση εν μέρει μιμούμενοι τους γονείς τους. Άμεσο πρόβλημα, για την υποστήριξη αυτού του μοντέλου, είναι ότι οι περισσότεροι ομοφυλόφιλοι άντρες και γυναίκες έχουν ανατραφεί από ετερόφυλους γονείς και παρόλα αυτά αναπτύσσονται αντίθετα με το μοντέλο.

Δεύτερος πιθανός περιβαλλοντικός τρόπος με τον οποίο  με τον οποίο πιθανόν τα παιδιά μπορούν να γίνουν ομοφυλόφιλα είναι μέσω της κοινωνικοποίησης. Δηλαδή, οι ομοφυλόφιλοι γονείς μπορεί να ενισχύσουν συμπεριφορές των παιδιών που αυξάνουν την πιθανότητα να γίνουν ομοφυλόφιλα ή αποτυγχάνουν να αποθαρρύνουν συμπεριφορές κατάλληλες του φίλου στα παιδιά τους.

Τέλος, όσον αφορά τους περιβαλλοντικούς τρόπους μετάδοσης, η άποψη αυτή εκφράζεται κυρίως σε άρθρα γνώμης και όχι σε επιστημονικά περιοδικά και υποστηρίζει ότι ο μη στιγματισμός της ομοφυλοφιλίας, διευκολύνει αυτούς που έχουν προδιάθεση να γίνουν ομοφυλόφιλοι. Αυτό έχει ως συνέπεια, την αύξηση των ποσοστών των ομοφυλοφίλων σε εκείνες τις κουλτούρες ή υποκουλτούρες στις οποίες δεν υπάρχει στιγματισμός.

Καμία υπαρκτή θεωρία μετάδοσης της σεξουαλικότητας μέσω περιβάλλοντος από γονέα σε παιδί δεν έχει λάβει σαφή εμπειρική υποστήριξη. Οι έρευνες έχουν ξεκάθαρα καταδείξει την σπουδαιότητα των καθοριστικών παραγόντων του περιβάλλοντος όσον αφορά τον σεξουαλικό προσανατολισμό, αλλά αντίθετα από την μεταβίβαση από γονιό σε παιδί, αυτοί οι καθοριστικοί παράγοντες φαίνεται πρωταρχικά να επιδρούν μέσα στις οικογένειες για να κάνουν τα παιδιά να διαφέρουν το ένα από το άλλο(Plomin & Daniels, 1987).

Σχετικά με την θεωρία μετάδοσης της ομοφυλοφιλίας μέσω της γενετικής κληρονομιάς από γονέα σε παιδί, αν και υπάρχει εμπειρική υποστήριξη για την εν μέρει γενετική μετάδοση και των δύο, αρσενικού και θηλυκού σεξουαλικού προσανατολισμού, παραμένει αβέβαιο λόγω μεθοδολογικών ορίων των ερευνών αυτών, μέχρι σήμερα. Επιπρόσθετα, εξελικτικές θεωρήσεις διαφωνούν με την πιθανότητα  σημαντικής πρόσθετης γενετικής ποικιλότητας για γνωρίσματα σχετιζόμενα  με την γονιμότητα (Falconen, 1981), όπως φαίνεται να είναι ο σεξουαλικός προσανατολισμός.

Πριν αναφερθούμε αποκλειστικά στις έρευνες επί του θέματος, χρήσιμο θα ήταν να ορίσουμε κάποιες έννοιες, όπως αυτές της ταυτότητας φύλου, του ρόλου του φίλου και του σεξουαλικού προσανατολισμού. Με τον όρο «ταυτότητα φύλου», η Golombok και ο Tasker (1994) αναφέρονται στην αυτοκατηγοριοποίηση ενός ατόμου  ως αρσενικό ή θηλυκό, ενώ με τον όρο «ρόλος φύλου» αναφερόμενοι σε συμπεριφορές και στάσεις που θεωρούνται από μια συγκεκριμένη κουλτούρα κατάλληλές για αρσενικά και θηλυκά άτομα. Με τον όρο «σεξουαλικός προσανατολισμός» περιγράφετε ένα μακροχρόνιο μοτίβο έλξης (συναισθηματικής, ρομαντικής, σεξουαλικής ή συνδυασμό αυτών) για το αντίθετο φύλο, το ίδιο φύλο, και τα δύο ή κανένα. Τα είδη αυτά έλξης συνήθως συνοψίζονται με τους όρους ετεροφυλοφιλία, ομοφυλοφιλία, αμφιφυλοφιλία και ασεξουαλικότητα. Σύμφωνα με τον Αμερικανικό Σύνδεσμο Ψυχολογίας, ο σεξουαλικός προσανατολισμός επίσης αναφέρεται στην αντίληψη από το άτομο της «προσωπικής και κοινωνικής ταυτότητας που βασίζεται σε αυτά τα είδη έλξης, στις συμπεριφορές που τα εκφράζουν και στη συμμετοχή του ατόμου σε μία κοινότητα με άλλα άτομα που τα μοιράζονται».

Ο όρος «σεξουαλική προτίμηση» επικαλύπτεται σε μεγάλο βαθμό με το σεξουαλικό προσανατολισμό, αλλά διαφοροποιείται κατά την επιστημονική έρευνα της ψυχολογίας. Αυτό αμφισβητείται υπό το πρίσμα της σεξουαλικής διαμόρφωσης, καθώς η τρέχουσα συμφωνία ανάμεσα στην επιστημονική κοινότητα είναι πως ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν αποτελεί επιλογή.

Ο Miller το 1986 μελέτησε μια ομάδα ομοφυλόφιλων πατέρων, που είχαν συνολικά 48 ενήλικα παιδιά. Η ηλικία των παιδιών κυμαινόταν ανάμεσα στα 24 και στα 64 χρόνια. Υπήρχαν 27 ενήλικες και 21 ενήλικοι γιοί. Σύμφωνα, με την αναφορά των πατέρων 1 γιός και 3 κόρες ήταν ομοφυλόφιλοι. Δηλαδή, γύρω στο 8% των παιδιών ομοφυλοφίλων γονέων ήταν ομοφυλόφιλα, αποτέλεσμα που είναι εντός των αναμενόμενων ποσοστών στον πληθυσμό.

Ο Paul, το 1979 πήρε συνεντεύξεις από ενήλικους γιους και κόρες ομοφυλοφίλων αντρών και γυναικών καθώς και αμφιφυλόφιλων. Οι ηλικίες των παιδιών ήταν από 18 μέχρι 28 χρονών και τους ζητήθηκε να αναφερθούν στον δικό τους σεξουαλικό προσανατολισμό. Από τους 34 συμμετέχοντες, 2 προσδιορίστηκαν ως αμφιφυλόφιλοι, 3 ως ομοφυλόφιλες γυναίκες και 2 ως ομοφυλόφιλοι άντρες. Δηλαδή, γύρω στο 15% του πληθυσμού προσδιορίστηκε ως ομοφυλόφιλο/αμφιφυλόφιλο, κάτι που βρίσκεται εντός των κανονικών ποσοστών του πληθυσμού.

Ο Bozett (1980, 1982, 1987, 1989) μελέτησε τον σεξουαλικό  των γιών και των κορών ομοφυλόφιλων πατέρων. Στην μελέτη του το 1980και 1982 συμμετείχαν 18 ομοφυλόφιλοι πατέρες και ρωτήθηκαν σχετικά με τον σεξουαλικό προσανατολισμό των 25 παιδιών τους. Αν και υπήρχαν παιδιά που δεν είχαν φτάσει στην εφηβεία, κανένας πατέρας δεν ανέφερε να έχει ομοφυλόφιλο γιο ή κόρη.

Σε επόμενη του έρευνα ο Bozett (1987, 1989) πήρε συνεντεύξεις από 19 παιδιά ομοφυλόφιλων γονέων. 2 γιοί αυτοπροσδιορίστηκαν ως ομοφυλόφιλοι και 1 κόρη ως αμφιφυλόφιλη. Τα άλλα 17 παιδιά ήταν ετεροφυλόφιλα. Για άλλη μια φορά  δεν ξεπεράστηκε το όριο που πιστεύεται ότι χαρακτηρίζει τo μέγεθος του ομοφυλόφιλου πληθυσμού.

Ευρήματα της Βρετανικής Ένωσης Ομοφυλόφιλων και Αμφιφυλόφιλων Πατέρων (British Gay and Bisexual Parenting Survey- BGBPS), υποδεικνύουν ότι οι ομοφυλόφιλοι και αμφιφυλόφιλοι γονείς γενικά δεν θεωρούν ότι είτε οι γιοι, είτε οι κόρες τους έχουν βιώσει δυσκολίες στην ανάπτυξη της σεξουαλικότητας τους, ενώ μια τάση στα δεδομένα υποδεικνύει ότι οι γιοί ιδιαίτερα, που ήταν ομοφυλόφιλοι ωφελήθηκαν έχοντας ομοφυλόφιλους ή αμφιφυλόφιλους γονείς, με την έννοια ότι το γεγονός αυτό τους βοήθησε να αποδεχτούν την ομοφυλοφιλίας τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου